- Γαλάτη
- Γαλάτηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλάτη — η (για θηλυκά ζώα) αυτή που παράγει πολύ γάλα, η γαλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτ. επιθ. *γαλάτος < γάλα] … Dictionary of Greek
Γαλάτῃ — Γαλάτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… … Dictionary of Greek
Τσακάλωφ, Αθανάσιος — (Ιωάννινα μετά το 1790 – Μόσχα 1851). Ηπειρώτης Φιλικός. Νέος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στον πατέρα του, στη Ρωσία, απ’ όπου στάλθηκε (το 1814;) για σπουδές στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο ωστόσο αφήνει τη… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… … Dictionary of Greek
επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… … Dictionary of Greek